Ένα μικρό παιδί, για να λειτουργήσει σωστά και αποτελεσματικά στο μαθησιακό περιβάλλον, πρέπει πρωτίστως να νιώσει οικεία και να προσαρμοστεί ομαλά. Αυτό επιτυγχάνεται δημιουργώντας στο μαθητή την αίσθηση ότι βρίσκεται στο «σπίτι» του, με την οικογένειά του. Και όχι σε ένα μέρος που πηγαίνει από αγγαρεία και συναντά ξένους ανθρώπους από υποχρέωση.
Με τον τρόπο αυτό, η εκμάθηση της ξένης γλώσσας γίνεται με βιωματικό τρόπο, συζητώντας με τους συμμαθητές και τον καθηγητή του για την καθημερινότητα, τις δραστηριότητες και τους προβληματισμούς του. Ακόμη και η εκμάθηση της γραμματικής προσαρμόζεται στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού, θέτοντας παραδείγματα της καθημερινής μας ζωής, με τα οποία ο μαθητής μπορεί να ταυτιστεί και να μάθει τη γλώσσα με σωστό και ταυτόχρονα διασκεδαστικό τρόπο.
Η ίδια μέθοδος ακολουθείται και με τους ενήλικες μαθητές, οι οποίοι επιτυγχάνουν την εκμάθηση της γλώσσας μέσω συζητήσεων που αφορούν στην καθημερινότητα, τη δουλειά τους, τα ταξίδια τους και ό,τι άλλο ενδιαφέρει άμεσα τον καθένα. Οι εκπαιδευτικές απαιτήσεις των ενηλίκων μαθητών διαφέρουν από των παιδιών και φυσικά αντιμετωπίζονται αναλόγως.
Τα τμήματά μας είναι πάντα ολιγομελή και κάθε μαθητής αντιμετωπίζεται σαν μονάδα αλλά και σαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας ομάδας ταυτόχρονα. Προωθείται η ευγενής άμιλλα και μικροί και μεγάλοι μαθαίνουν τη γλώσσα σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.